Lobby {lob~by}:
1. A hall, foyer or waiting room at or near the entrance to a building such as a hotel or a theater.
2. A public room next to the assembly chamber of a legislative body.
3. A group of persons engaged in trying to influence legislators or other public officials in favor of a specific cause.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Της Ημέρας (Με... δόσεις)


Αγαπητό μου Lobby,
Μα γιατί, αγαπητοί φίλοι εκεί στη διοίκηση του ΕΟΤ; Γιατί φέρεστε έτσι στην κοπέλα; Αφού εδώ και μήνες είχε βουίξει ο τόπος στον Οργανισμό ότι θα αναλάμβανε το Γραφείο της Ισπανίας σε σημείο που μέχρι και η ίδια το έλεγε πια σχεδόν ανοικτά -το είχες επισημάνει και εσύ lobby μου -, γιατί...

...την στέλνετε με... δόσεις;
Δέκα μέρες τώρα, τρεις μήνες μετά, κανονική τοποθέτηση αργότερα;
Μα για όνομα...
Με αγάπη (δημοσιονομική)
angel


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου