Lobby {lob~by}:
1. A hall, foyer or waiting room at or near the entrance to a building such as a hotel or a theater.
2. A public room next to the assembly chamber of a legislative body.
3. A group of persons engaged in trying to influence legislators or other public officials in favor of a specific cause.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Απεργία! Πάμε πάλι...

Τα έχουμε ξαναπεί. Μαζί μας στο lobby, έχουμε κόσμο από τους κλάδους που απεργούν σήμερα. Σας αφήνουμε, ως συνηθως, κάτι να διαβάσετε και επανερχόμαστε αύριο το πρωί...
Share |

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου